- ἱεροφαντικάς
- ἱεροφαντικά̱ς , ἱεροφαντικόςof a hierophantfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιεροφαντικός — ἱεροφαντικός, ή, όν (Α) [ιεροφάντης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιεροφάντη (α. «στεφανωθῆναι τῷ ἱεροφαντικῷ στέμματι», Πλούτ. β. «βίβλους ἱεροφαντικάς» βιβλία για τους pontifices τών Ρωμαίων, libri pontificates, Πλούτ.). επίρρ...… … Dictionary of Greek